- χιλιάζω
- μετ. увеличивать до тысячи;
§ να τα χιλιάσεις! — живи до тысячи лет!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ να τα χιλιάσεις! — живи до тысячи лет!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιάζω — (χιλιάζω), χίλιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: (χιλιάζω) : κυρίως ως ευχή (να τα χιλιάσεις → να ζήσεις χίλια χρόνια) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χιλιάζω — ΝΜ [χίλιοι] 1. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χιλίων ετών 2. (μτβ.) α) αυξάνω σε χίλια β) (κατ επέκτ.) αυξάνω σε μεγάλο αριθμό, πολλαπλασιάζω νεοελλ. φρ. «να τά χιλιάσεις» (ως ευχή) να ζήσεις πολλά χρόνια … Dictionary of Greek
χιλιάζω — χίλιασα 1. αυξάνω σε χίλια, πολλαπλασιάζω. 2. φρ., «Nα τα χιλιάσεις», ευχή που σημαίνει να τα κάνεις χίλια (τα χρόνια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλιῶσαι — χιλιάζω to be a thousand years old fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιᾶν — χῑλιᾶν , χίλιοι a thousand masc/fem gen pl (doric) χίλιος masc/fem gen pl (doric) χιλιάζω to be a thousand years old fut part act masc voc sg (doric aeolic) χιλιάζω to be a thousand years old fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιῶν — χῑλιῶν , χίλιοι a thousand fem gen pl (attic) χιλιάζω to be a thousand years old fut part act masc voc sg χιλιάζω to be a thousand years old fut part act neut nom/voc/acc sg χιλιάζω to be a thousand years old fut part act masc nom sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)